- κυλίνδει
- κυλίνδωrollpres ind mp 2nd sgκυλίνδωrollpres ind act 3rd sgκυλινδέωpres imperat act 2nd sg (attic epic)κυλινδέωimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυλινδεῖ — κυλινδέω pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) κυλινδέω pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… … Dictionary of Greek
πήμα — τὸ, Α 1. πάθημα, δυστύχημα, συμφορά («πῆμα θεὸς Δαναοῑσι κυλίνδει», Ομ. Ιλ.) 2. (για τους άθλους που επιβλήθηκαν στον Ηρακλή) βαρύς μόχθος («πολλῶν σοφιστὴς πημάτων ἐγιγνόμην», Ευρ.) 3. μτφ. (για πρόσ.) ὁλεθρος, καταστροφή, βάσανο, πληγή («πῆμα… … Dictionary of Greek